ενικμος

ενικμος
    ἔνικμος
    ἔν-ικμος
    2
    влажный, мокрый
    

(γῇ Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ενικμος" в других словарях:

  • ἔνικμος — with wet in it masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐνικμότερον — ἔνικμος with wet in it adverbial comp ἔνικμος with wet in it masc acc comp sg ἔνικμος with wet in it neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνικμοτέρων — ἔνικμος with wet in it fem gen comp pl ἔνικμος with wet in it masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνικμον — ἔνικμος with wet in it masc/fem acc sg ἔνικμος with wet in it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνικμότερα — ἔνικμος with wet in it neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίκμοις — ἔνικμος with wet in it masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίκμοισι — ἔνικμος with wet in it masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίκμου — ἔνικμος with wet in it masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίκμους — ἔνικμος with wet in it masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνίκμων — ἔνικμος with wet in it masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»